λουλουδίζω — και λουλουδιάζω λουλούδι(α)σα, λουλουδι(α)σμένος 1. ανθίζω: Την άνοιξη λουλουδιάζει ο τόπος. 2. μτφ., ακμάζω: Η χώρα λουλούδιζε πριν τον πόλεμο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αλουλούδιστος — η, ο [λουλουδίζω] 1. αυτός που δεν έχει άνθη, που δεν άνθησε, δεν έβγαλε λουλούδια 2. αυτός που δεν δοκίμασε χαρές στη ζωή του 3. (για γραπτό ή προφορικό κείμενο) αυτός που δεν είναι διανθισμένος με καλολογικά στοιχεία, ποιητικές φράσεις, εικόνες … Dictionary of Greek
εξανθώ — και εξανθίζω (AM ἐξανθῶ, έω) 1. ανθίζω, λουλουδίζω, ανθώ («ἐξήνθησεν ἡ ἔρημος ὡσεὶ κρίνον, Κύριε», Μηναία) 2. εμφανίζω εξανθήματα 3. χημ. αναδίδω άλατα ή σκουριά πάνω στην επιφάνεια μου 4. (για χρώματα) ξεθωριάζω 5. (για κρασί) ξεθυμαίνω αρχ. 1.… … Dictionary of Greek
λουλουδιστός — ή, ό [λουλουδίζω] ανθισμένος … Dictionary of Greek
λουλούδισμα — το [λουλουδίζω] 1. το να βγάζει άνθη ένα φυτό, άνθηση, ανθοφορία 2. μτφ. θαλερότητα, ακμή … Dictionary of Greek
υπερεξανθώ — έω, Α ανθίζω πάρα πολύ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + ἐξανθῶ «ανθίζω, λουλουδίζω»] … Dictionary of Greek
ανθίζω — άνθισα, ανθίστηκα, ανθισμένος (και ανθώ) 1. λουλουδίζω, αποκτώ άνθη: Τα περισσότερα δέντρα είχαν ανθίσει. 2. ακμάζω: Στην αρχαία Ελλάδα άνθισαν κάποτε τα γράμματα κι οι επιστήμες. 3. το μέσ., ανθίζομαι μυρίζομαι, παίρνω είδηση: Ανθίστηκα αμέσως… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
θάλλω — έθαλα, αμτβ. 1. (για φυτά), βλασταίνω άφθονα, ευδοκιμώ, λουλουδίζω. 2. μτφ., είμαι ανθηρός, είμαι ακμαίος, είμαι γεμάτος σφρίγος. 3. μτφ., ευτυχώ, είμαι ευτυχισμένος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)